«ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ » ένα βραβευμένο διήγημα του Γεράσιμου Μ. Λυμπεράτου

 ΑΥΤΟ  ΗΤΑΝ
Του Γεράσιμου Μ. Λυμπεράτου

2ο βραβείο διηγήματος του λογοτεχνικού διαγωνισμού του Ελληνοαυστραλιανού πολιτιστικού συνδέσμου Μελβούρνης  2017

soothe-crying-baby

Έτσι θα ήθελε όλα να είναι. Τα λουλούδια στο φως ν’ αστράφτουν και τα πρόσωπα των ανθρώπων γιομάτα ήλιο πάντα να χαμογελούν. Με τον μήνα Μάη να  ντύνει τους ανθρώπους με  ενδύματα  αγάπης και ευαισθησίας, να τους χρεώνει  αρώματα,  χρώματα, πετάματα και γλυκές φωνούλες.
Μια τέτοια άνοιξη περίμενε. Δεν είρθε.
Και τώρα καθηλωμένος στο κρεβάτι του γήρατος έγνοια μεγάλη το είχε που δεν πρόλαβε να δει στο διάβα του χρόνου, τους ανθρώπους μονιασμένους, χαρούμενους, χωρίς φόβους κι ανασφάλειες.  Στο διάβα του χρόνου… Που εκεί μέσα  ενυπάρχει τόσο η υπέρτατη χαρά,  η ζωή όσο και η υπέρτατη λύπη, ο θάνατος.
Είναι αλήθεια, καθώς τα χρόνια περνούν θλιβόμαστε για πράγματα που δεν προλάβαμε να χαρούμε, και για  άλλα που μας προλάβανε αυτά όπως, οι πόλεμοι, η πείνα,ο κόσμος που δεν έγινε καλλίτερος. Και το γιατρικό, μια ελπίδα, μια ειρήνη, μια δουλειά κι ένα μέλλον, απουσιάζει.
Πώς τώρα  να κοιτάξει κανείς το φως, τις πεταλούδες, πώς να νιώσει τα αρώματα των γιασεμιών, το βουητό της μέλισσας; Καθώς ο ήλιος γέρνει, ακόμη  κι η σκιά μας  χάνεται απ την μια στιγμή στην άλλη, και με το σούρουπο μένουμε πάντα μόνοι.
Μισητό  το σούρουπο γιατί μας δίνει λίγο φως μόνο και μόνο να μας προετοιμάσει για τα σκοτάδια της νύχτας. Μα εμείς  ξέρουμε, πως το πρώτο αστέρι  θα φανεί στον ουρανό κι αργότερα θα σμίξει μ’ ένα ολόγιομο κίτρινο φεγγάρι κι  ακόμη ώ, νά, γέμισε ο ουρανός αστέρια, π’ αφήνουν  το σκοτάδι στην άκρη να οδύρεται παθιασμένο, όλο μίσος.
Τούτη τη διάφανη νύχτα ναί, παντού φως, φως, φως!

Άλλο η νύχτα κι άλλο το σκοτάδι.
Η νύχτα είναι ένα σύνολο από αστέρια, φεγγάρια, έρωτες, απόκρυφες σιγαλιές. Στους κόρφους της ωριμάζουνε τα πάντα κι ετοιμάζονται για τις μεγάλες αλλαγές. Άνθη , πουλιά, άνθρωποι, σαν μέσα σε όνειρα ξαποσταίνουν.
Ας μη φοβόμαστε λοιπόν. Έχουμε πολλά χρόνια μπροστά μας. Ο θάνατος Θ’ αργήσει νάρθει. Μένει  χρόνος για δημιουργία, μάθηση, να κτίσουν  φωλιές  στα μπαλκόνια τα χελιδόνια της άνοιξης.  Αυτό  είναι το ένα…

Το άλλο όμως, το σκοτάδι, πολύ δύσκολο να το καταλάβουμε γιατί συμβαδίζει πάντα με το κακό,  με τη ζωή μας που θα μας  παραλύει τα χέρια, με το αίμα μας που άδικα θα ποτίζει το χώμα. Κι εσύ, κι εγώ,  Αγωνιστής Άνθρωπος, πρέπει θα βρεθούμε κάποια στιγμή, για ν’ απαλλάξουμε τη ζωή μας απ’ τα σκοτάδια, να νικηθεί το κακό.
Δύσκολο όμως να μάθουμε  τι παίζεται με την ζωή και τον θάνατο. Τι παίζεται με το ένα ή με το άλλο κάθε φορά.
Διψάμε,  δεν υπάρχει νερό! Ελπίζουμε, μας  σκοτώνουν τα όνειρα, λίγο ήλιο ζητάμε, ο ουρανός ρίχνει αστροπελέκια κι όμως πεθαίνουμε και γεννιόμαστε κάθε φορά.
«Ω, πως πέρασε η ώρα!. Είμαι πολύ κοντά τώρα. Θα με σώσει άραγε κανείς;  Έ, εσύ που μού χάρισες τη πρώτη αγκαλιά, το πρώτο φιλί, εσύ που με συντρόφευες, που είσαι;  Έλα κοντά μου σε χρειάζομαι. Μαζί και πάλι να βηματίσουμε, πιασμένοι χέρι-χέρι μαζί  να νυχτωθούμε στο δάσος, ν’ αφουγκραστούμε το κελάηδημα των αηδονιών να κάνουμε κουβέντα,  για τα δίκια του κόσμου, να μιλήσουμε για τη ζωή και τον θάνατο».

«Ήρθες, είσαι εδώ, και με πάς…
Που με πάς καλή μου… Που βαδίζουμε… Δεν βλέπω χλόη, ούτε ποτάμια… Σαν σε άγνωστους ανεξήγητους δρόμους βαδίζουμε! Ζωή, μη με αφήνεις ζωή, δεν έχω αγαπήσει κάτι άλλο περισσότερο από σένα…Μη μου στερήσεις το φως που λάτρεψα…Δεν πιστεύω σε θαύματα, σε παράδεισους, μόνο εσένα πίστεψα. Μισώ την ακινησία, την γαλήνη του θανάτου, την αβεβαιότητά του, μη με προδώσεις!»

Είχε αγαπήσει την ζωή, κι έγινε ένα με πουλιά κι ανθρώπους. Τα πρωϊνά του άρεσε κάθε φορά να τον αγγίζουν  τα φύλλα των δέντρων  στο πρόσωπο, καθώς βημάτιζε στο δάσος.  Είχε γευθεί τι ζωή όσο κανείς άλλος, τις χαρές και τις λύπες. Ερωτεύτηκε, αγωνίστηκε, έγραψε στίχους για την ειρήνη και ύμνησε την εργατιά. Ένιωθε  Άνθρωπος  κι Άνθρωπος παρέμενε μέχρι τώρα.
Τώρα, να πάλι αυτή η καταραμένη λέξη. Τώρα, από τα μάτια του τα χρώμματα τον εγκαταλείπουν. Τώρα, η ακοή όλο και λιγοστεύει, δεν συλλαμβάνει τα φτερουγίσματα των πουλιών. Τώρα, ο νους φύρανε και ξεχνιώντε μια- μια ακόμη και οι αναμνήσεις. Τώρα, ο ουρανός , η θάλασσα, το δάσος, κι άλλα σημαντικά, δραπετεύουν από την ορασή του.

Τώρα, η ζωή είναι έτοιμη να τον παραδώσει στον θάνατο…
Τώρα, την ίστατη στιγμή, σιμά στο κρεβάτι που καραδοκούσε η υπέρτατη λύπη ξέσπασε το κλάμα  του νεογέννητου εγγονού του.
Αυτό ήταν!
Πέθανε ευτυχισμένος, αφήνοντας πίσω του την υπέρτατη χαρά να την αγκαλιάζει το κλάμα του νεογέννητου δίνοντας έτσι συνέχεια στη ζωή, για να προλάβουμε ό,τι δεν προλάβαμε!

ΣΗΜ. ΦΩΤΟ από το διαδίκτυο

 

 

Σχολιάστε