ΔΙΗΓΗΜΑ
Της Κατερίνας Μήλιου
Από την ανέκδοτη συλλογή της «Αίρω τι, Ερώ τι και Ρέω»
ΤΑ ΛΕΠΙΑ ΤΩΝ ΨΑΡΙΩΝ
«Αυτά δεν είναι αστεία!» της είπε η κυρία Καλλιόπη.
«Μμμ! Εσύ είσαι πολύ σοβαρή» απάντησε η Μαρία «Δεν έχεις ιδέα από χιούμορ»
«Χιούμορ! Καλύτερα να σοβαρευτείς λέω εγώ!»
«Τώρα; αποκλείεται! Μετά τις διακοπές τα λυπητερά»
«Τί να σου πω, τί να σου πω! Μάζεψες όλα σου τα πράγματα; Μήπως ξέχασες τίποτα;»
«Νομίιιιζεις… Νομίιιιιζεις…» Άρχισε να τραγουδάει η Μαρία κι εξαφανίστηκε στο μπάνιο. Τα συγκέντρωσε όλα σ’ ένα μικρό νεσεσέρ και ξαναβγήκε. Η ώρα ήταν 11πμ. Το καράβι έφευγε στις 1μμ. Δεν είχε και πολλή ώρα. Έπρεπε να βιαστεί. Ένα σωρό όμορφες σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό της. Το πλοίο, ο αέρας που θα φυσούσε. Εκείνη θα είχε γείρει το κεφάλι της στα γόνατα του Πέτρου και… η συνέχεια στο νησί. Η συνέχεια που κανένας δεν την ήξερε παρά μόνο εκείνη κι ο Πέτρος. Η συνέχεια που δεν θα ήταν μόνο οι διακοπές. Τέρμα. Τέρμα πολλά πράγματα. Οι προσδοκίες και οι αγωνίες των δικών της. Η μιζέρια της καθημερινότητας. Η μιζέρια τους. «Νομίιιιζεις….» ξανάπιασε το τραγούδι. Της είχε κολλήσει τις τελευταίες μέρες. Το είχε ακούσει πρόσφατα, ούτε πού θυμόταν πού. Πρέπει να ήταν παλιότερο τραγούδι, κάποιες δεκαετίες πριν.
«Αμάν πια μ’ αυτό το τραγούδι», αναστέναξε η κυρία Καλλιόπη. «Να ήξερες και τη συνέχεια τουλάχιστον….». Την ήξερε τη συνέχεια, η μητέρα της δεν την ήξερε.
Όλα έτοιμα, 11.35πμ. Πρέπει να ξεκινήσω αμέσως, σκέφτηκε, αλλιώς κινδυνεύω να μην προλάβω. Βέβαια, αφού θα έπαιρνε το μετρό και μετά τον ηλεκτρικό για τον Πειραιά ήταν υπολογισμένος ο χρόνος, αλλά πάλι καλύτερα να βιαζόταν να ξεκινήσει.
«Πού θα συναντηθείς με τα κορίτσια;»
«Μα έξω από το πλοίο, πού αλλού;». Τα κορίτσια ήταν συνεννοημένα, αλλά μόνο ότι τις διακοπές της θα τις έκανε με τον Πέτρο κι όχι μαζί τους.
«Να περάσεις καλά, να προσέχεις και να μου τηλεφωνήσεις μόλις θα φτάσετε στο νησί. Μην το ξεχάσεις, γιατί ξέρεις πως ανησυχώ!»
«Εγώ; Να το ξεχάσω; Ποτέ! Το πρώτο πράγμα που θα κάνω, θα σου τηλεφωνήσω». Η κυρία Καλλιόπη κούνησε το κεφάλι της με δυσπιστία και παραίτηση. «Να προσέχεις! ξαναφώναξε. Η Μαρία έκλεισε την πόρτα κι έμειναν πίσω τα κάδρα, τα έπιπλα, οι ηλεκτρικές συσκευές, η μαμά κι ο μπαμπάς όταν θα γύριζε το απογευματάκι από τη δουλειά του. Καλός μπαμπάς, είχε δώσει τα χρήματα γι αυτές τις διακοπές παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν.«Δεν είμαστε και σε τραγική κατάσταση, είχε πει. Υπάρχουν άνθρωποι που κοιμούνται έξω. Αφού θες να πας, να πας με τις φίλες σου». Πού να ήξερε! Πήγε να νιώσει λίγο άσχημα, ότι τον είχε ξεγελάσει, αλλά η εικόνα του Πέτρου, γελαστού να την περιμένει την έκανε να χαμογελάει σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι το λιμάνι.
Το πλοίο ήταν στη θέση του. Αραγμένο υπομονετικά μ’ ένα ελαφρώς ειρωνικό χαμόγελο για όσους κατέβαιναν, αλλά και για όσους ανέβαιναν. Για εκείνο δεν άλλαζε τίποτα, μετέφερε κι αυτούς που πήγαιναν σαν να ερχόταν κι αυτούς που ερχόταν σαν να πήγαιναν.
Ο Πέτρος βρισκόταν έξω από το γραφείο «WonderfulLines». Την περίμενε μ’ ένα σάκο ταξιδιού στον ώμο, ένα κασκέτο λευκό στο κεφάλι, γυαλιά ηλίου, σορτς και τα εισιτήρια στο χέρι. Πήρε ο ένας τον άλλον αγκαλιά.
«Όλα εντάξει;»
«Φυσικά. Εσύ;»
«Εντάξει!»
«Πάμε;»
«Φύγαμε!».
Το πλοίο ξεκίνησε και σε καμιά ώρα η αρχική κίνηση του κόσμου, που έπιανε θέση είτε μέσα, οι περισσότεροι στα μπαρ και λίγοι σε καμπίνες, είτε έξω, στα πλαϊνά του πρώτου επιπέδου, του δεύτερου ή στο κατάστρωμα, καταλάγιασε. Όλα ήταν καλά. Η Μαρία, ακριβώς έτσι όπως το είχε φανταστεί.Σε κάποια άκρη απ’ τα τεράστια παγκάκια του καταστρώματος, ξαπλωμένη με το κεφάλι της στα πόδια του Πέτρου νανουριζόταν από το λίκνισμα κι από το χέρι του που τη χάιδευε. Πέρασε κι άλλη ώρα, σηκώθηκε, πήραν καφέ, τον ήπιαν, χάζεψαν τη θάλασσα που είχε αρχίσει να κάνει προβατάκια, ένα πλοίο που διασταυρωνόταν με το δικό τους σε μεγάλη απόσταση και ξαναπήραν την ίδια θέση στο παγκάκι. Ο ήλιος είχε κάνει γωνία στο σκέπαστρο, άρχισε να την καίει και παρά το ότι εδώ και λίγο είχε αρχίσει να φυσάει αρκετά, αυτό δεν βελτίωνε την κατάσταση, αλλά μάλλον την χειροτέρευε, έκανε την κάψα να έρχεται κατά ριπές στο πρόσωπό της. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της, ότι έπρεπε να κουνηθεί εάν δεν ήθελε να καεί, πήγε να ανασηκωθεί από τα πόδια του Πέτρου που μάλλον, καθιστός, είχε σχεδόν αποκοιμηθεί, πήγε να του μιλήσει, αλλά μια τρομερή έκρηξη διέκοψε και άλλαξε τα πάντα. Όλο το πλοίο σείστηκε. Τον εκκωφαντικό ήχο ακολούθησαν κραυγές και φωνές που καλούσαν σε βοήθεια, νόμιζε σχεδόν από παντού. Ακολούθησε ένα μπέρδεμα σαν αυτό στις ταινίες. Κάπου είχε πιάσει φωτιά. Εκείνη με τον Πέτρο έτρεχαν να κατέβουν προς τα κάτω. Κάτι άρχισαν να λένε τα μεγάφωνα, μάλλον για τις σωσίβιες λέμβους, αλλά ο πανικός κυριαρχούσε, δεν μπορούσε να ακούσει καθαρά.
«Αυτά δεν είναι αστεία!» της φάνηκε πως άκουσε τη φωνή της κυρίας Καλλιόπης. Πράγματι δεν είναι! Ένιωσε στο κορμί της το καράβι να γέρνει. Γλύστρησε; δεν θυμόταν πώς είχε βρεθεί στη θάλασσα, χωρίς τον Πέτρο. Δεν θυμόταν σε ποιό ακριβώς σημείο τον είχε χάσει. Κάποιοι πιο πέρα από εκείνη επίσης κολυμβούσαν. Ήταν ο Πέτρος ανάμεσά τους, πού ήταν; Φώναξε το όνομα του, στην αρχή από κάπου νόμισε ότι άκουσε τη φωνή του, σαν να τη φώναζε κι εκείνος, όμως αντί να τους πλησιάζει απομακρύνονταν. Υπήρχε κάποιο ρεύμα ή ο αέρας που όλο και δυνάμωνε φυσούσε αντίθετα και την παράσερνε; Συνέχισε να φωνάζει για αρκετή ώρα, όσο της επέτρεπαν οι δυνάμεις της, αλλά οι φωνές που άκουγε πιο πριν χάνονταν σιγά σιγά ώσπου δεν άκουγε πια παρά μόνο τη θάλασσα που έμπαινε στο στόμα της. Το λίκνισμα στο πλοίο που της φαινόταν διασκεδαστικό με την εικόνα από τα λευκά προβατάκια στο βάθος, τώρα την ανεβακατέβαζε σαν με σκοπό να την πνίξει. Όμως δεν είχε πνιγεί. Το πλοίο το έβλεπε πια στο βάθος. Της φάνηκε γερμένο, βυθιζόταν άραγε; Είχαν κατεβάσει τις βάρκες; δεν μπορούσε να διακρίνει. Φώναξε μια τελευταία φορά όσο πιο δυνατά μπορούσε, καταλάβαινε πως πια δεν είχε νόημα, κανείς δεν την άκουγε κι αντί να πλησιάζει εκεί που ήθελε να πάει απομακρύνονταν.
Σκέφτηκε εκείνον τον καθηγητή της κολύμβησης, τον αυστηρό, θα μπορούσε να του φιλήσει τα πόδια αυτή τη στιγμή. «Την αντοχή σας!» έλεγε ο άγιος εκείνος άνθρωπος «την αντοχή σας θέλω να αναπτύξετε…, και… οικονομία δυνάμεων, αλλιώς θα εξαντλείστε από την αρχή» Πόσο δίκηο είχε. Μια θάλασσα δίκηο. Συνέχιζε λοιπόν, όσο γίνεται, να μην κολυμπάει, να προσπαθεί να μην καταπίνει το νερό που έμπαινε στο στόμα της και να μη δίνει σημασία στον πόνο που ένιωθε στο δεξί της πλευρό. «Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνουν όλ’ αυτά! Τί θα μπορούσε να συμβεί από δω και πέρα; Ως πότε θα κρατούσε η αντοχή της μέσα στο νερό; Πόσο θα έπαιρνε να την αναζητήσουν; Ήδη στον ουρανό απλώνονταν μια σκοτεινιά. Ήταν η νύχτα που έρχονταν ή καταιγίδα; Άρχισε να τρομάζει. Δεν έβλεπε πια το πλοίο, ούτε στον ορίζοντα.Πόση ώρα παράδερνε στο νερό; Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Που βρισκόταν άραγε; Κάπου στ’ ανοιχτά σίγουρα, όμως πού; Θα υπήρχε κάποιο νησάκι εκεί κοντά να την ξεβγάλει το κύμα ή θα την έριχνε στα βράχια και θα έπρεπε να κρατηθεί μακριά; Θα μπορούσε; Δεν έβλεπε τίποτα πέρα από τα κύματα κι αυτά πιο πολύ τα ένιωθε. Τα μάτια της είχαν θολώσει από την αλμύρα και πονούσαν.
Ξαφνικά, όπως συχνά συμβαίνει με ό,τι κακό ή καλό έρχεται στη ζωή μας, σ’ ένα σήκωμα του νερού στον ορίζοντα φάνηκε ένα ταχύπλοο που χοροπηδούσε επικίνδυνα. Κάποιος τρελός που είχε αψηφήσει τον καιρό ή τον έπιασε στα ξαφνικά; Ερχόταν κατά πάνω της. Αν δεν την έβλεπε…..Καλύτερα να μην το σκεφτόταν. Σήκωσε το ένα χέρι της όσο πιο ψηλά μπορούσε, παρά τον πόνο που αυξήθηκε στο πλευρό της, το κούνησε μανιασμένα και προσπάθησε να αναπηδήσει. Σαν να κάνω πεταλούδα, παρότρυνε τον εαυτό της, ξανά και ξανά και ξανά, λαχάνιαζε. Αν δεν την έβλεπε θα είχε εξαντλήσει όλες της τις δυνάμεις. Το ταχύπλοο πράγματι πλησίαζε κι εκεί που νόμιζε ότι θα τη χτυπήσει, καθώς ένα κύμα το έκανε να αναπηδήσει ακόμη πιο ψηλά, άλλο ένα, εξίσου δυνατό σήκωσε κι εκείνη κι έτσι πρέπει να την έκανε ορατή, έκοψε ταχύτητα, έκανε μία στροφή γύρω από τον εαυτό του και σταμάτησε σχεδόν δίπλα της. Κάτι έπεσε λίγο πιο πέρα, ήταν σωσίβιο; Προσπάθησε αλλά δεν μπορούσε. Μετά, δυο χέρια ή ήταν τέσσερα, δυο μέσα στο νερό και δυο από πάνω στο σκάφος, τελικά την τράβηξαν και βρέθηκε σωριασμένη, να κλυδωνίζεται πια μέσα στο στέρεο σκάφος. Πήγε να ψελλίσει κάτι στον άντρα που στεκόταν από πάνω της, της φάνηκε πως ήταν ο Πέτρος. Ξαφνικά αναρωτήθηκε πάλι για τον Πέτρο και μετά έπαψε να σκέφτεται ο,τιδήποτε.
Ένα πρωινό είναι πάντα ένα ξεκίνημα ή μια συνέχεια. Ένα πρωινό περιμένει πάντα τί θα φέρει η μέρα ή διηγείται ό,τι η προηγούμενη νύχτα πέρασε. Και τα δύο ήταν άγνωστα για τη Μαρία. Το σώμα της πονούσε, τα σεντόνια ήταν άσπρα με πλεκτή δαντέλα στα τελειώματα που άγγιζε με τα δάχτυλά της και στα μάτια της έπαιζε μια αχτίδα που ξέφευγε μέσα από τη χαραμάδα του γαλάζιου παραθυρόφυλλου που αν και στερεωμένο καλά, έτριζε από τον αέρα που ακουγόταν έξω, λυσομανούσε. Θυμήθηκε ποια ήταν, την κυρία Καλλιόπη, τον πατέρα της, τον Πέτρο και….ό,τι είχε συμβεί μέχρι τη στιγμή που τα μπράτσα την άδραξαν και τη σήκωσαν μέσα από τη θάλασσα «Αχ! βόγκηξε σε μια κίνηση που έκανε να σηκωθεί, μα δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Απ’ την ίδια ρωγμή που έμπαινε η αχτίδα, τώρα διέκρινε ένα κομμάτι τρυκιμισμένης θάλασσας.
«Την κατάρα μου να έχουν!». Η κυρία Καλλιόπη έκλαιγε. Έκλαιγε από χθες, απ’ όταν άκουσε τις Ειδήσεις, απ’ όταν την ειδοποίησαν. Την είχε πάρει μόνο για λίγο, κλαίγοντας, ο ύπνος στον καναπέ και ξύπνησε φωνάζοντας. Δεν ήταν μόνο ένας εφιάλτης. «Να πάρουμε ξανά τηλέφωνο…» είπε απεγνωσμένα. Ο άντρας της προσπαθούσε να δείχνει ψύχραιμος, όμως δεν ήταν «Θα μας πάρουν εκείνοι, είπαν, ας περιμένουμε λίγο ακόμα», της απάντησε, ενόσω πηγαινοέφερνε το σώμα του νευρικά. Δεν τολμούσε να την πλησιάσει, δεν τολμούσε να την αγκαλιάσει, ένιωθε πως μέσα σε μια τέτοια κίνηση θα κατέρρεε κι εκείνος. Κι έπειτα…. Όλα ένιωθε να θολώνουν μέσα του, έσφιξε τα δόντια. «Ας περιμένουμε λίγο ακόμα», επανέλαβε, «δεν ακούς για τον καιρό; Είπαν δεν μπορούν να κάνουν τίποτα ακόμη. Ούτε καν να πλησιάσουν». Η κυρία Καλλιόπη δυνάμωσε το κλάμα. Ο Αντρέας κατευθύνθηκε προς το μέρος της, τής χάιδεψε λίγο το κεφάλι και κατευθύνθηκε στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του και στο κεφάλι του. Το ένιωθε να καίει ολόκληρο και τα μάτια του να τσούζουν σαν να του έμπηγαν βελόνες.
Η Μυκονιάτισσα μαγείρισσα, καμαριέρα και κυρά του σπιτιού, έβαλε μπροστά στη Μαρία ένα ποτήρι κρύο γάλα, ψωμί ζυμωτό, φρέσκο βούτυρο και μαρμελάδα. Τι μαρμελάδα ήταν αυτή; περίεργη στην όψη. Ήταν ακόμη εξαντλημένη, ζαλισμένη, το σώμα της πονούσε ολόκληρο και πιο πολύ το δεξί της πλευρό. «Τί τα θέλεις παιδί μου, η Παναγιά σε φύλαξε. Ευτυχώς που σώθηκες!… Άκου ολόκληρο καράβι να βυθιστεί! Τί να έγινε, πώς έγινε;» Άκουγε την κυρά Ευτυχιώ, έτσι ήταν το όνομά της, να της μιλάει. «Βυθίστηκε; Καλά το έβλεπα λοιπόν πως είχε γείρει», ψέλλισε η Μαρία, «Έκρηξη έγινε, ακούστηκε σαν έκρηξη και μετά….» «Έκρηξη; λες να ‘ταν τρομοκράτες; που κακό χρόνο να ‘χουνε οι άθεοι, φωτιά να τους κάψει! Φάε όμως, φάε! Μαρμελάδα λωτού είναι», της έλυσε την απορία. «Κάτσε να σου αλοίψω εγώ μια φέτα, όλα τα έχω κάνει με τα χεράκια μου, είναι καλά. Φάε να μου πεις αν σ’ αρέσουν» Και της έβαλε μπροστά της, στο πιάτο μια τεράστια φέτα, με μπόλικο βούτυρο και μαρμελάδα. «Φοβήθηκα χθες έτσι όπως ήσουν, τρώγε! πιες και λίγο γάλα! Χρειάζεται να δυναμώσεις. Φοβήθηκα χθες έτσι όπως σε είδα. Κοιμήθηκες βαθιά όλο το βράδυ, αλλά εμένα δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος, ερχόμουν και σ’ έβλεπα. Μια χαρά όμως είσαι σήμερα, μια χαρά! Ο πόνος θα περάσει, ξεκούραση μάλλον μόνο θέλει, αφού είσαι καλά σήμερα».
Τα δυνατά εκείνα χέρια που την τράβηξαν από το νερό ήταν του Νίκου και του Παντελή. Ο Νίκος είχε δει, από μακριά το καράβι να βυθίζεται. «Πού να πλησιάσει! Γύρισε, να τον έβλεπες πώς γύρισε! Απ’ του χάρου τα δόντια, φαινόταν. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Ευτυχώς που σε είδε τελευταία στιγμή και κατάφεραν και σε πήραν. Όλο το βράδυ με ρωτούσε για σένα. Πού να κοιμηθεί κι εκείνος! Είναι καλός άνθρωπος ο Νίκος. Συγγραφέας, πλούσιος και λίγο παράξενος, καλός όμως, καλός άνθρωπος», συνέχιζε να μιλά η κυρά Ευτυχιώ. Η Μαρία δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Το μυαλό της έτρεχε στον Πέτρο, στους γονείς της. «Να τους ειδοποιήσουμε» είπε «να μάθουν για μένα, να μάθω κι εγώ για τον Πέτρο». Δυστυχώς δεν μπορούσαν να τους ειδοποιήσουν. Τα μποφόρ συνεχιζόταν. Ήταν περίεργο για τούτη την εποχή, αλλά «μήπως όλα δεν έχουν γίνει πια περίεργα;», έλεγε η κυρά Ευτυχιώ. Η ιδιοτροπία του ιδιοκτήτη του νησιού τούς ήθελε απομονωμένους, ούτε τηλέφωνο, ούτε κινητά, ούτε ασύρματο που να μπορούν να επικοινωνήσουν με τον υπόλοιπο κόσμο, παρά μόνο στο πλεούμενο κι αυτός χαλασμένος. «Τί τα θες το ότι ήταν χαλασμένος σε έσωσε, αλλιώς θα είχαν γυρίσει, δεν θα ‘πεφταν στον καιρό και σε σένα». Τώρα όμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, έπρεπε να περιμένουν να κοπάσει ο άνεμος, να ηρεμήσει η θάλασσα. Έπειτα όλα θα ήταν απλά. Η κυρά Ευτυχιώ την κοίταξε που μόρφασε «Πονάς πολύ, παιδί μου; Πού πονάς;»
«Δεν είναι τίποτα, μην ανησυχείτε, θα μου περάσει. Μήπως να ξαπλώσω λίγο να! εδώ σ’ αυτό τον καναπέ. Δεν θέλω να μείνω μόνη. Συνεχίστε να μου μιλάτε. Πέστε μου κι άλλα γι αυτό το νησί και τον ιδιοκτήτη του».
«Όπως θες Μαρία μου, Μαρία δεν είπες ότι σε λένε;»
«Μαρία, ναι»
«Λοιπόν, άκου! Αυτό είναι ένα πολύ μικρό νησάκι. Έτσι να κάνεις και το ‘χεις περπατήσει όλο. Ξερό, όπως όλα γύρω. Αλλά ο Νίκος έχει φυτέψει έναν μικρό κήπο, σκεπαστό από πάνω με καλάμια για την κάψα, από εκεί και οι λωτοί για την μαρμελάδα. Σου άρεσε; δεν μου ‘πες». Έγνευσε καταφατικά, «διαφορετική αλλά ωραία», απάντησε. Λοιπόν, τον κήπο τον φροντίζει ο Παντελής, που είναι και ψαράς και μάστορης, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, πολυτεχνίτης, δύστροπος, μα εγώ τον κουλαντέρνω. Αν πάει να μου υψώσει τη φωνή, του τις βάζω εγώ πρώτη, συνεννογιώμαστε! Ο Νίκος σου είπα θέλει ησυχία, γράφει, διαβάζει ή αγναντεύει το πέλαγο, βγαίνει με τον Παντελή για ψάρεμα. Είναι συγγραφέας σου το ‘πα. Το τελευταίο του βιβλίο «Τα λέπια των ψαριών».
Μα, βέβαια! η Μαρία το ήξερε αυτό το βιβλίο, το είχε διαβάσει, ήταν πολλά σημεία που δεν είχε καταλάβει, όμως της άρεσε, την έκανε να σκεφτεί, από πού προερχόμαστε και που πάμε, τί και πώς γράφεται πάνω μας. Αφού ακόμη και στα ψάρια τα λέπια δείχνουν από πού προέρχονται. Έμπλεκε μια ιστορία, ο Νίκος με όλ’ αυτά. Θα τον γνώριζε σε λίγο, «όπου να ‘ναι θα επέστρεφε» της είπε η κυρά Ευτυχιώ. Είχε πάει, παρότι ακόμη φυσούσε δυνατά, «δεν άντεχε, δεν σου ‘πα, δεν τον χωράει ο τόπος από χθες που γύρισε», για ένα γύρω να δει τυχόν καταστροφές. «Είχε ρίξει μεγάλη βροχή, καταιγίδα κι ο αέρας νόμιζες θα σηκώσει όλο το σπίτι». Η Μαρία ένιωσε ένα ρίγος. Θα μάθαινε άραγε, αναρωτήθηκε, από πού προέρχονταν ο Νίκος και που πήγαινε, γιατί είχε απομονωθεί σε τούτη τη μικρή βραχονησίδα; Εκείνη που πήγαινε, ο Πέτρος; Πού πήγαιναν μέχρι που έσκασε, ήταν άραγε βόμβα;
Τρομοκράτες! σκέφτηκε η Μαρία, την κουβέντα της κυρά Ευτυχιώς, τώρα όλους τους έλεγαν τρομοκράτες. Τι να είχε γίνει άραγε; Πού βρισκόταν ο Πέτρος; Οι γονείς της θα είχαν τρελαθεί από την αγωνία, θα είχαν ακούσει στις ειδήσεις, θα τους είχαν ειδοποιήσει. Τι έγινε άραγε ο Πέτρος; Δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται τον Πέτρο. Εκείνη όποτε άκουγε στις ειδήσεις για τρομοκράτες αναρωτιόταν, ήθελε να μάθει περισσότερα. Δεν ήταν όλοι τρομοκράτες, πίστευε, αν και οι πράξεις τους μπορεί να τρομοκρατούσαν. Ποιους όμως; Όταν ήταν για διαμαρτυρία σ’ όσα συνέβαιναν; Εντάξει, να μην υπάρχουν θάνατοι, αυτό δεν το μπορούσε, γίνονταν όμως; Κι όλοι οι άλλοι θάνατοι, αθώων, από τους πολέμους που δεν τους διάλεξαν, που δεν τους ήθελαν, όλοι οι άλλοι θάνατοι από τον εξευτελισμό των ανθρώπων; Γι αυτό εκείνη ήθελε να φύγει. Οι γονείς της μήπως δεν αργοπέθαιναν με το να σκέφτονται μόνο πώς θα πληρώσουν τη δόση του δανείου, την εφορία και τους λογαριασμούς; Τί να έγινε με το καράβι, πέθαναν άνθρωποι; Ο Πέτρος; Εκείνη δεν είχε πεθάνει. Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να κλαίει, βουβά δάκρυα έτρεχαν και μια θλίψη απέραντη την κάλυψε. Η κυρά Ευτυχιώ το κατάλαβε, ήρθε και την αγκάλιασε. «Κλάψε κόρη μου, κλάψε, θα σου κάνει καλό. Τί είν’ αυτό που πέρασες! Μικρό παιδί να βολοδέρνεις στη θάλασσα τόσες ώρες…» Κι η αγκαλιά της έγινε λιμάνι να αγκυροβολήσει, όχι μόνο η χθεσινή, αλλά όλη η φουρτούνα που ζούσε τα τελευταία χρόνια.
Ο Νίκος μπήκε στο σπίτι πολύ αργότερα, αναμαλλιασμένος, θεόρατος της φάνηκε, ψαρρά μαλλιά και γένια, σαν το θεό Ποσειδώνα, ένα πράγμα. Ήταν κι από τον ύπνο, η Μαρία. Μετά το κλάμμα είχε γείρει ξανά στον καναπέ και σαν σε όνειρο άκουγε την κυρά Ευτυχιώ να συμμαζεύει το τραπέζι, να το καθαρίζει, τη βρύση να τρέχει νερό, κάτι ξέπλενε, έπειτα τον ήχο κατσαρόλας που κοχλάζει, κι ενώ γύρω ο τόπος γέμιζε μοσχοβολιά φαγητού, έξω ο αέρας έκανε τα παραθυρόφυλλα να κλονίζονται ακόμη και να τρίζουν στα στηρίγματά τους. Όλ’ αυτά σιγά σιγά γίνονταν μια ησυχία που γαλήνευε το σώμα της.
Αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, με την κυρά Ευτυχιώ για τις ζημιές που βρήκε, «θα ‘χουμε δουλειές, μόλις κοπάσει ο αέρας με τον Παντελή» της είπε κι έπειτα έστρεψε το σώμα και το βλέμμα του σ’ εκείνη. Άρχισε να τη ρωτά για το πώς αισθάνεται, πώς τη λένε, από πού είναι και που πήγαινε, ήταν μαζί με κάποιον στο καράβι; Εκείνη πήγε να του πει και βούρκωσε. «Καλά, τα λέμε και μετά όλ’ αυτά, με την ησυχία σου», την καθησύχασε κι εκείνη άφησε πάλι τα δάκρυά της ελεύθερα να τρέξουν.
«Τί καλό θα φάμε, Ευτυχιώ; Μυρίζω ψαρόσουπα!».
«Σε λίγο όλα θα είναι έτοιμα, είναι απ’ τα χθεσινά ψάρια, αυτά που πρόλαβες πριν τον καιρό».
Το τραπέζι γέμισε ξανά και στρώθηκαν οι τέσσερεις. Ο Παντελής αμίλητος της έριχνε κλεφτές ματιές όταν μόρφαζε τις στιγμές που ο πόνος στα πλευρά της τής υπενθύμιζε ότι κάτι δεν πάει καλά. «Ίσως είναι ράγισμα», της είπε ο Νίκος, «και μάλλον θα ‘πρεπε να μείνεις ξαπλωμένη». Αλλά εκείνη δεν μπορούσε, το ήξερε, αν πήγαινε να ξαπλώσει που θα ‘ταν μόνη στο δωμάτιο που ξύπνησε, θα της ερχόταν πάλι όλα ζωντανά στο μυαλό και δεν το άντεχε. «Δεν θέλω» ψέλλισε. «Πού είναι ο Πέτρος;» σκέφτηκε, για χιλιοστή φορά. «Καλά, καλά, μόνο να μένεις όσο γίνεται ακίνητη. Αύριο, νομίζω, θα μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε με τους δικούς σου. Ο καιρός δεν θα κρατήσει».
Έτσι κι έγινε. Απ’ το σούρουπο πήρε να κοπάζει ο αέρας. Το βράδυ όλο ήταν τόσο γαλήνιο που δεν πίστευες ό, τι είχε προηγηθεί. Όμως όλα είχαν συμβεί και ήταν εκεί, στη σκέψη της. Βγήκαν στο πλακόστρωτο μπροστινό μέρος. Μια βαθιά, ξύλινη πολυθρόνα για εκείνη, με πλαγιαστή ράχη, να είναι όσο γίνεται ξαπλωτή και σταθερή, μ’ ένα μαξιλάρι στο πλάι να στηρίζει τα πλευρά της. Ο ουρανός είχε γεμίσει αστέρια. Έπρεπε όμως να περιμένουν μέχρι το χάραμα. «Με το πρώτο φως θα ξεκινήσουμε με τον Παντελή» είχε πει ο Νίκος «Πρώτα θα ενημερώσουμε για σένα, να έρθουν να σε πάρουν, με φορείο καλύτερα, όχι άλλα τραντάγματα για τα πλευρά σου». «Και τον ασύρματο μετά, αφεντικό, μη τον αφήσουμε ακόμη χαλασμένο», πρόσθεσε ο Παντελής. Ύστερα στη σιωπή, ήθελε να τον ρωτήσει για «Τα λέπια των ψαριών» αλλά ένιωσε τη σκέψη της να βουλιάζει στον κρότο της έκρηξης και στο νερό της θάλασσας. Ολόκληρη βούλιαζε. Άρχισε να νιώθει ότι μούδιαζε το σώμα της, αλλά δεν ήταν έτσι εκείνη, δεν τα παράτησε μέσα στο κύμα, δεν θα τα παράταγε και τώρα. Οι γονείς της, ο Πέτρος, οι φίλες της την περίμεναν. Ήταν ζωντανή! Βρισκόταν σ’ ένα μικρό νησάκι περιτρυγιρισμένη από καλούς ανθρώπους. Λίγο περίεργους, αλήθεια, αλλά αυτό την έσωσε. «Πώς βρέθηκες εκεί, πώς βρέθηκες εδώ, σ’ αυτό το νησάκι, γιατί;» ρώτησε το Νίκο και ξαφνιάστηκε με τον ενικό, αλλά δεν πρόλαβε περισσότερο να το σκεφτεί, καθώς εκείνος που έπινε με ράθυμες γουλιές ένα διαυγές ποτό, της απάντησε «Πώς βρέθηκα εκεί, είναι απλό. Με πρόλαβε ο καιρός, δεν είχα ασύρματο, δεν υπολόγισα καλά όταν ένιωσα τα πρώτα σημάδια, αν και όχι άμαθος τώρα πια. Το πώς βρέθηκα εδώ δεν είναι τόσο απλό. Η ανάγκη μου για ησυχία, μια κληρονομιά, το νησάκι που πουλιόταν και η φωτογραφία του στην εφημερίδα, μια παρόρμηση να δοκιμάσω, η αγάπη μου για τη θάλασσα, μια αγάπη που πέθανε, οι ιστορίες που πάλευαν μέσα μου ν’ αρθρώσουν λόγο, οι ιστoρίες έξω μου που ζητούσαν το χρόνο μου για την ανάγνωσή τους, το σώμα μου που ζητούσε κίνηση στη φύση κι άλλα πόσα άλλα άγνωστα μέσα μου που όλα ανταμοίφθηκαν απλόχερα. Κι απόρησε κι ο ίδιος για το πόσα πολλά είπε, εκείνος που συνήθως ήταν ολιγόλογος.
«Και τα λέπια των ψαριών;» συνέχισε, η Μαρία.
«Α! τα λέπια των ψαριών! Το διάβασες ή σου είπε η Ευτυχιώ;»
«Το διάβασα.»
«Ε! τότε, εσύ, τί λες γι αυτό;»
«Εγώ; Τί να πω εγώ για το βιβλίο;». Εκείνος περίμενε, δεν είπε τίποτα.
Έτσι, «Το διάβασα», ξεκίνησε να μιλά η Μαρία, «μου άρεσε! Δεν ήταν εύκολο!…Αλλού έρεε στη σκέψη μου κι αλλού σκόνταφτα. Ξαναγυρνούσα πίσω. Πού ήθελε να με οδηγήσει ο συγγραφέας, αναρωτιόμουν. Κι έπειτα, αν ήθελα εγώ να οδηγηθώ ή να πάω κάπου. Έφτιαχνα ένα δρόμο και συνέχιζα. Πιο κάτω κάπου με έβγαζε. Σ’ έναν πιο μεγάλο που συνέδεε με κόμβο πολλούς άλλους προηγούμενους κι άλλους μετέπειτα ή σ’ ένα μονοπάτι και ξανά αναρωτιόμουν, ώσπου στο τέλος, μ’ άφησε σ’ ένα ξέφωτο ν’ αναζητήσω τη δική μου συνέχεια…». Σαν παραλήρημα της φάνηκαν όσα είπε. Ούτε που τα ‘χε σκεφτεί για το βιβλίο μέχρι ετούτη τη στιγμή. Πού πήγαινε η ίδια; αναρωτήθηκε ξανά.
«Είδες; Τα είπες όλα!»
«Μα εσύ;»
«Εγώ! Εγώ έκανα την ίδια ακριβώς διαδρομή, γράφοντάς το».
«Η διαδρομή γραμμένη στα λέπια των ψαριών», είπε η Μαρία.
Ο Νίκος κοιτούσε τον ουρανό, η Ευτυχιώ άκουγε και έπλεκε, ο Παντελής σκάλιζε ένα ξύλο ξεβρασμένο από τη θάλασσα. Δεν διακρίνονταν ακόμη τι ήθελε να φτιάξει.
Η κυρία Καλλιόπη φώναζε «Θα τους σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, όπως αυτοί το παιδί μου! Όχι, όχι! Θα ζει η Μαρία μου, δεν μπορεί, αλλά εγώ θα τους σκοτώσω!» Ο Ανδρέας έσφιξε το στόμα του και τις γροθιές του, κρατούσε σφιχτά τη σκέψη ότι θα ζούσε η μοναχοκόρη του, το καμάρι του! Έβλεπε το γλυκό της πρόσωπο να κάνει εκείνες τις γκριμάτσες της, να τον κοροϊδεύει, να μιμείται εκείνον και τη μάννα της. Πλησίασε τη γυναίκα του, την έσφιξε δυνατά, σχεδόν την τράνταξε. «Κόπασε ο αέρας, το άκουσες; με το πρώτο φως θα μπορούν να ψάξουν.‘Τοιμάσου να κατέβουμε στο λιμάνι, μετά οι σκοτωμοί. Δεν ξέρουν ακόμη τίποτα, μόνο ότι το πλοίο βυθίστηκε, κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη. Ακόμη είμαστε στο σκοτάδι. Μάζεψε τα κουράγια σου, Καλλιόπη!» Κι άρχισε κι εκείνος, για πρώτη φορά, να κλαίει. Δυο σώματα αγκαλιασμένα με μια θάλασσα δάκρυα μέσα τους που πλάνταζαν στις άκρες των ματιών.
Το δωμάτιο γέμισε δάκρυα που τους έπνιξαν. Το πρώτο φως τους βρήκε σαν νεκρούς να ‘χουν ήδη μηχανικά ετοιμαστεί και να ξεκινούν.
Το πρώτο φως βρήκε και το Νίκο με τον Παντελή να βάζουν μπρος τη μηχανή στο πλεούμενο.
Στο λιμάνι μία τρέλα, απόγνωση με ελπίδα μαζί σε τόσον κόσμο μαζεμένο.
Όλα έγιναν απελπιστικά γρήγορα και αργά σινάμα. Ο Νίκος ειδοποίησε το λιμενικό που έστειλε και πήραν τη Μαρία με φορείο και την πήγαν κατευθείαν στο νοσοκομείο. Εκεί η Καλλιόπη κι ο Ανδρέας τη βρήκαν με ορό στο χέρι κι έμειναν μαζί της, δίπλα κι αγκαλιά να της χαϊδεύουν τα μαλλιά, να της λένε ότι όλα θα περάσουν, όταν τα βράδυα ξυπνούσε και φώναζε στον ύπνο της πνιγμένη η αναπνοή της μ’ ολάκερη τη θάλασσα μέσα στο στόμα της. Μετά τρία εικοσιτετράωρα μπορούσαν να φύγουν, να γυρίσουν στο σπίτι τους, το σώμα της όμως έπρεπε να μείνει ξαπλωμένο για ένα μήνα στο κρεβάτι, τόσο θα έπαιρνε πάνω κάτω να δέσει το ράγισμα στα πλευρά της, είπε ο γιατρός. Το έκανε. Ένα τραύμα αόρατο όμως πηγαινοέρχονταν μέσα της. Ο πόνος ήταν ανυπόφορος.
Ο Πέτρος είχε πνιγεί, πέφτοντας είχε χτυπήσει στο κεφάλι. Βρήκαν το πτώμα του να πλέει μίλια μακριά απ’ το ναυάγιο. Και δεν ήταν το μόνο. Ήταν μεγάλος ο αριθμός κι ακόμη δεν είχε τελειώσει η αναζήτηση. Τα δάκρυα της Μαρίας έκαιγαν συνεχώς στα μάτια της. Από το νοσοκομείο είχαν συστήσει ψυχολογική υποστήριξη. Θα έπαιρνε καιρό. Αυτός ο τεράστιος πόνος και ο φόβος έμοιαζε αδύνατο να υποχωρήσουν. Οι εφιάλτες! Όταν οι γονείς του Πέτρου πήγαν να τη δούν, τα μαύρα δεν έφταναν για να καλύψουν τον πόνο. Αναμεμιγμένος με θυμό, δεν ήξεραν ακόμη προς ποιον. Μήπως και προς εκείνη; Αν δεν ήταν μαζί, αν δεν σχεδίαζαν όσα σχεδίαζαν, αν δεν είχαν ανέβει ποτέ σ’ εκείνο τα καράβι, αν………… Δεν την ρώτησαν, μόνο με τα μάτια. Εκείνη ρωτούσε τον εαυτό της και είχε πολλά ακόμη να παλέψει μέσα της.
Έξω, συνεχίζονταν οι γνωστές δηλώσεις της πολιτείας. Μεγάλη τραγωδία. Θα έβρισκαν τους ενόχους. Θα τους αποδίδονταν όλες οι ευθύνες και η τιμωρία. Προς δικαίωση των θυμάτων. Θα……..
Οι δημοσιογράφοι είχαν βγει προς άγραν της καλύτερης συνέντευξης με τους συγγενείς των θυμάτων και τους επιζώντες. Όλα στο βωμό της τηλεθέασης. Είχαν κλείσει τα τηλέφωνα και δεν άνοιξαν ποτέ την πόρτα στα επίμονα χτυπήματα. Προσπάθησαν να κρατηθούν έξω απ΄ αυτόν τον νέο εφιάλτη και τα κατάφεραν.
Παιχνίδια πολιτικών συνέχιζαν τα περί τρομοκρατίας και αλληλοκατηγορούνταν με σκοπό το κομματικό τους όφελος. Όταν όλη η έρευνα κατέληξε σε εγκληματική αμέλεια συντήρησης του πλοίου από μέρους της εταιρείας προς χάριν του κέρδους, σιώπησαν. Η εταιρεία έπρεπε να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων. «Βεβαίως!» ανέκραξαν οι πολιτικοί, «αλλά τώρα θα αφήσουμε ανεπηρέαστη τη δικαιοσύνη να κάνει το έργο της». Ο κύριος μέτοχος και ιδιοκτήτης όμως άφαντος. Η εταιρεία κήρυξε πτώχευση, ένα πλήθος εργαζομένων έμεινε στο δρόμο. Μετά από τον πρώτο καιρό που περίμεναν πως κάτι θα γίνει, άρχισαν τις διαδηλώσεις και η κυβέρνηση τα λογίδρια ότι είναι στο πλευρό τους, συμπαραστέκεται. Θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν να δώσει θέσεις εργασίας, αλλά οι καιροί είναι δύσκολοι.
Δύσκολη και λυτρωτική, την ένιωσε μετά, η Μαρία την επίσκεψη στον τάφο του Πέτρου. Είχε αρχίσει ένα ψιλόβροχο που συνόδευε με ήχους το δικό της βουβό κλάμα. Είχε πάει μόνη κι ένα γύρω, σε μια καθησυχαστική ησυχία, του είπε όλα όσα ακόμη δεν του είχε πει. Τούτη κι όλες τις επόμενες φορές, έβαλε σε λόγια τη ζωή τους, όπως τη φανταζόταν και τη μοιράστηκε μαζί του. Του είπε για τις ενοχές της, γιατί να ήταν εκείνη που έζησε και για τους φόβους της, ότι δεν ήθελε να τον αποχωριστεί, αλλά και για τους γονείς της, για τους γονείς του, τις φίλες της, τους κοινούς τους φίλους, τη θεραπεία που έκανε και ότι σιγά σιγά το πάλευε.
Δυο χρόνια μετά, οι πρώην εργαζόμενοι της «WonderfulLines» ακόμη το πάλευαν, όπως πάλευαν και οι οικογένειες των θυμάτων πιο πολύ, αλλά και των επιζώντων να επιβιώσουν, ψυχικά πρώτα απ’ όλα. Τα κανάλια τους είχαν αφήσει ήσυχους, τα είχαν ξεχάσει όλα. Που και που κάποια αναφορά για τα συνεχιζόμενα διαβήματα των πρώην εργαζομένων, αλλά κι αυτή σαν κάτι ενοχλητικό «Τί θέλουν πια κι αυτοί και συνεχίζουν!». Ο ιδιοκτήτης άφαντος, σε κάποιον, από τους οικονομικούς παραδείσους;
Δυο χρόνια μετά, απόψε, η Μαρία, μ’ ένα μικρό χαμόγελο, ξεκίνησε για μια παρουσίαση, του καινούργιου βιβλίου του Νίκου. Εκείνος δεν έμενε πια μόνιμα στο νησί κι εκείνη δεν σκόπευε να το σκάσει.
ΣΚΙΤΣΑ-ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
Γεράσιμου Μ.Λυμπεράτου Σύδνεϊ