ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Γιάννης Ρίτσος
Αφιέρωμα στην Εργατική Πρωτομαγιά 2021
Η δομή και το περιεχόμενο του Επιτάφιου
Η δολοφονία του νεαρού εργάτη στάθηκε η αφορμή για να αναπτύξει ο ποιητής την ιδέα της συνειδητοποίησης των ιδανικών της εργατικής τάξης, αλλά και την αναγκαιότητα των αγώνων για την υπεράσπισή τους. Η κοινωνική διάσταση του θρήνου αυτού δίνεται ξεκάθαρα με τη σκηνική οδηγία που υπάρχει στην αρχή του ποιήματος.
Ο Επιτάφιος, γραμμένος σε δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα, διαιρείται σε είκοσι άσματα από οκτώ δίστιχα το καθένα εκτός από τα δύο τελευταία που έχουν από εννιά. Τα άσματα αυτά, ομαδοποιημένα σε νοηματικές ενότητες, ακολουθούν και αποδίδουν την εξελικτική πορεία των συναισθημάτων και τη στάση της μάνας από το ατομικό της πένθος, στην οργή για τους δολοφόνους του παιδιού της και τελικά στην πίστη της στον αγώνα του λαού. Στο πρώτο άσμα η μάνα ξεσπάει σε γοερό και σπαρακτικό θρήνο, τη στιγμή που αναγνωρίζει το νεκρό πια παιδί της, μη μπορώντας να πιστέψει ότι έχει πεθάνει:
«Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936.
Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών – των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει τον θρήνο της».
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Στο πρώτο άσμα η μάνα ξεσπάει σε γοερό και σπαρακτικό θρήνο, τη στιγμή που αναγνωρίζει το νεκρό πια παιδί της, μη μπορώντας να πιστέψει ότι έχει πεθάνει:
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
I, 1-2
Απαριθμεί τα χαρίσματά του, αναφέρει πόσο απολάμβανε τη ζωή μαζί του, αλλά κι ότι δεν μπορεί να ζει τελικά χωρίς αυτόν:
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γειρατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου
II, 1
Γιε μου, αν δεν σούναι βολετό ναρθείς ξανά σιμά μου
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
II, 7
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ’ ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη πώς μπόραε να σε χάσω;
III, 8
Αναπολεί την τελευταία τους συνάντηση, γεμάτη ενοχές θρηνεί για τον χαμό του και τονίζει την ερήμωση του σπιτιού της και της ζωής της:
Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ούδ’ έτρεξα ξοπίσω
τα στήθεια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.
IV, 7
Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα,
και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.
Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.
V, 1-2
Στο έκτο άσμα ο μητρικός θρήνος κορυφώνεται μέσα σε μια έξαρση λυρισμού:
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω.
VI, 1
Και μού λεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.
VI, 8
Ωστόσο, από το έβδομο άσμα εισάγεται σταδιακά η οργή της για τη δολοφονία του παιδιού της:
Κανείς μη ‘γγίξει απάνω του, παιδί μου είναι δικό μου.
Σιωπή· σιωπή· κουράστηκε, κοιμάται το μωρό μου.
VII, 6
Δόστε μου, αϊτοί, νύχια φτερά για ναν τους κυνηγήσω
και την καρδιά τους, μύγδαλο ναν τήνε ρουκανίσω.
VII, 8
Η κοινωνική συνείδηση της μάνας ανεβαίνει περισσότερο από το όγδοο άσμα και μετά. Μέσα στην οργή της και τον πόνο της φτάνει να αμφισβητεί ακόμη και τα ιερά θρησκευτικά σύμβολα:
Γιε μου, δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω,
για πρέπει μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.
VIII, 7
Ω, Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θάστελνες τον Άγγελο από πέρα.
Κι αχ, Θε μου, Θε μου αν είσουν Θεός κι αν ήμασταν παιδιά σου
θα πόναγες, καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.
IX, 1-2
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ’ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.
IX, 6
Από το δωδέκατο άσμα κι έπειτα, στο αποκορύφωμα της απόγνωσής της, περιγράφει τη δυστυχία της και τον θρήνο της, αναφέρει και πάλι τα χαρίσματα του παιδιού της και συνεχίζει να θρηνεί σαν μια προσπάθεια να τον κρατήσει κοντά της:
Μόνο βαθιά κι απόμακρα κάτι σα βουή διαβαίνει
Κι ακούω την ίδια μου φωνή και φαίνεταί μου ξένη,
XII, 5
Και πάλι η έρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, εσύ να λείπεις
κι ακόμα εγώ νάχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.
XII, 8
Γιε μου, το στόμα σου καρδιά, το φρύδι χελιδόνι,
Το μάτι δρόσο και φωτιά, τανάλια το σαγόνι.
XIII, 1
Να πω, να πω τις χάρες σου, ναν τις ξαναναστήσω,
σα νάταν, γιε μου, μπορετό να σε γυρίσω πίσω.
XIV, 3
Στη συνέχεια, περιγράφει το παιδί της, τη ζωή του, την αγωνιστική του δράση, και καταριέται τους δολοφόνους του:
Στο παραθύρι στέκοσουν κ’ οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια τη μπασιά, τη θάλασσα, τις τράτες.
XV, 1
Κ’ ήταν το παραθύρι μας η θύρα όλου του κόσμου
κ’ έβγαζε στον παράδεισο που τ’ άστρα ανθίζαν, φως μου.
XV, 3
Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.
XVI, 1
Δεν ήσουν ζήτουλας εσύ να πας παρακαλιώντας,
με τη γερή σου την καρδιά πήγες ορθοπατώντας.
XVI, 3
Ω, γιε μου, αυτοί που σ’ έσφαξαν σφαγμένα ναν τα βρούνε
Τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε,
Και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη ναν τη βάψω,
και να χορέψω. Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω
XVI, 7-8
Στο δέκατο έβδομο άσμα αρχίζει η αφύπνιση της μάνας, η οποία υψώνεται πάνω από τον ατομικό της πόνο σε σύμβολο συνέχισης του αγώνα. Λυτρώνεται από τη μοναξιά της, καθώς βρίσκει παρηγοριά στους συντρόφους του παιδιού της, κατορθώνοντας έτσι να κρατήσει ζωντανά τα όνειρά του μέσα από τη συστράτευση σε μια –από κοινού–πορεία διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους.
Και να που ανασηκώθηκα· το πόδι στέκει ακόμα·
φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.
Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου εσύ κοιμήσου
και γω τραβάω στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.
XVII, 7-8
Η μάνα του ενός γίνεται η μάνα του λαού, η μάνα όλων, εκφράζοντας συλλογικές έννοιες:
Δεν είναι ξόδι τούτο εδώ, πιότερο γάμος μοιάζει,
δάκρυ και γέλιο, αγάπη, οργή, το κάθε μάτι στάζει.
XVIII, 5
Πουλί μου, χίλιες δυο ζωές με σένανε με δένουν,
κι όσοι αγαπιούνται και νεκροί ποτέ τους δεν πεθαίνουν.
XVIII, 7
Ώ, τι όμορφα σαν σμίγουνε, σαν αγαπιούνται οι ανθρώποι,
φεγγοβολάνε οι ουρανοί, μοσκοβολάνε οι τόποι.
Κι όπως περνάν, λεβέντηδες, γεροί κι αδερφωμένοι,
λέω και θα καταχτήσουνε τη γης, την οικουμένη.
XIX, 6-7
Ο πόνος της και ο στεναγμός της δεν είναι πια ατομικός, αλλά κοινός, όπως άλλωστε η αντίσταση και ο αγώνας. Στους τελευταίους στίχους του ποιήματος συμπυκνώνεται και η αλλαγή της στάσης της. Δεν ξεχνά τι έχει συμβεί, πορεύεται με τον πόνο της, αλλά αντιμετωπίζει με δύναμη κι ελπίδα πια τη ζωή, αποχαιρετώντας το παιδί της με την υπόσχεση να συνεχίσει τον αγώνα του για τα δίκαια του λαού:
Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
XX, 1
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
XX, 3
Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθεια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυά μου τον ήλιο αντικρύζω.
Γιε μου στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου· κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.