ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΔΙΗΓΗΜΑ. …ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Α΄Βραβείο Λ.Διαγωνισμού ΕΑΠΣ Μελβούρνης
ΣΚΙΤΣΟ Γερ.Μ. Λυμπεράτος
…ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
(του Γεράσιμου Μ. Λυμπεράτου)
Σαν το ύστατο φύλλο
που το ‘ριξε με δύναμη ο αγέρας βρέθηκε στην ζωή ο μικρός Μάκος.
Ήταν η μέρα εκείνη που αποκόπηκε απ’ την στοργική αγκαλιά της μάνας του κι έμεινε μόνος με το γέροντα κι άρρωστο παππού.
Τον πατέρα τον είχαν χάσει. Ναυτικός το επάγγελμα γυρνούσε από λιμάνι σε λιμάνι ώσπου λέει τον σκότωσαν σ’ ένα καβγά πιωμένων εκεί στο Σάντος της Βραζιλίας.
Αλλά κι ο παππούς έφυγε λίγο πριν τελειώσει το δημοτικό σχολείο αφήνοντας τον μικρό εντελώς ορφανό.
Κάποιοι γείτονες το συμμάζεψαν για λίγο αλλά κι αυτοί είχαν τις δουλειές τους, δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι περισσότερο.
Τον έκλεισαν τελικά σ’ ένα κρατικό ίδρυμα όπου παρέμεινε σ’ αυτό ως τα εφηβικά του χρόνια.
Από κει και πέρα, όλα άλλαξαν, όταν πήρε την απόφαση να φύγει από το ίδρυμα σε ηλικία 16 χρονών και να πάρει την τύχη στα χέρια του.
Στις αρχές κάπως τα κατάφερνε με κάτι ψευτοδουλειές που του είχαν μάθει στο ίδρυμα, αργότερα όμως στις απαιτήσεις της ζωής υστερούσε.
Βρήκε φίλους τα ‘λεγαν, μα αυτό δεν ήταν αρκετό.
Ένιωθε ένα μπέρδεμα κι αυτό του δημιουργούσε ανασφάλεια και μοναξιά. Η μοναξιά δεν υποφέρεται γι’ αυτό αναζητώντας μία διέξοδο έμπλεξε μ’ άλλες κακές παρέες που τον έσερναν απ’ εδώ κι απ’ εκεί δημιουργώντας του ένα γλυκό αλλά ύποπτο ασφυκτικό περιβάλλον.
Στην αρχή η ανεμελιά της παρέας αυτής τ’ άρεσε, αφού κανείς εκεί δεν τον πίεζε, δεν τον παρατηρούσε, όπως στο ίδρυμα. Θαρρούσε πως απολάμβανε την ελευθερία, χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο που κυοφορούσε, ανεξέλεγκτα κάποιες φορές.
Έτσι δεν άργησε να μυηθεί στις μικροκλεψιές, στο φουμάρισμα, στην αλητεία.
Ζούσε πλέον σαν ένα ατροφικό κλωνάρι δέντρου ανάμεσα στην υπάρχουσα κοινωνική σήψη, και στους κινδύνους π’ απορρέαν από αυτή.
Ως εκείνη την στιγμή εξακολουθούσε να νιώθει τον εαυτό του δυνατό που σ’ ότι επέλεγε το θεωρούσε ενδιαφέρον. Κάποιο περιστατικό όμως άρχισε να τον παραξενεύει . Ήταν όταν ένας νεαρός απ’ την παρέα του έπεσε ξαφνικά αναίσθητος στο χώμα.
-Ω τον βλάκα και του ‘παμε αυτά τα χάπια να μη τα παίρνει…
– Αυτά τα χάπια;
– Μη στενοχωριέσαι, Μάκο ο γιατρός του τα ‘δωσε αλλά φαίνεται πήρε πιο πολλά και τον πείραξαν.
Τον συνέφεραν με μερικά σκαμπίλια στο μάγουλο κι όλα την άλλη στιγμή ξεχάστηκαν.
Λίγες μέρες αργότερα ο Μάκος γνωρίστηκε με τον γιατρό.
Ήταν ένας τύπος ίσαμε τα 40. Καθώς τον κοιτούσες σου προκαλούσε δέος, τζιν παντελόνι, μαύρο μπουφάν, μακριά γενειάδα, γυαλιά, κράνος, τατουάζ σ’ όλο του το κορμί και μοτοσυκλέτα.. Αλλά πολύ ομιλητικός και πολύ πειστικός σ’ αυτά που έλεγε. Κάποια στιγμή παραδίδει ένα μικρό μπουκαλάκι με χάπια στον νεαρό που λιποθύμησε, λέγοντάς του «…κι όπως είπαμε, 2 θα παίρνεις την κάθε φορά». Ο άλλος του ‘δωσε κάποια χαρτονομίσματα κι ο γιατρός εξαφανίστηκε με την μοτοσυκλέτα του.
-Τι είναι αυτά τα χάπια ρε παιδιά, ρώτησε ο Μάκος.
-Α ναι , αυτά τα χάπια διώχνουν την κατάθλιψη. Αν νιώσεις κάποια στιγμή πως τα ‘χεις ανάγκη να μας το πεις, του είπε ο άλλος της παρέας.
Πως, να στεριώσει ένα δέντρο χωρίς γερές ρίζες; Πως θα πετάξει γενναίες φυλλωσιές, να γίνει δάσος, να κτίσουν τις φωλιές τους πάνω του τα πουλιά, να υποδεχθούν όλοι μαζί την χαρά και τον έρωτα της άνοιξης και του καλοκαιριού;
Έρωτας…; Τι είναι αυτό; Ο Μάκος δεν ήξερε. Ήξερε όμως ο γιατρός. Τον ξεφόρτωσε εκεί στην παρέα κι ο ίδιος έφυγε, βιαστικός. Ό έρωτας ήταν μια κοπέλα, που την χαρακτήριζε ένα πάθος για περιπέτεια. Ντυμένη μ’ αστραφτερά ρούχα σπουδαίων μόδιστρων, ραμμένα όλα στα μέτρα μιας κοπέλας που λες να τσιγκουνεύτηκε το ύφασμα κι έραψε ρούχα αποκαλυπτικά του υπέροχου και γυμνασμένου κορμιού της.
-Γειά σας παιδιά, τι κάνετε; Ήρθα να σας κάνω παρέα μέχρι να ξαναγυρίσει ο γιατρός.
– Έφερα και τα χάπια σας.
Τα μάτια του Μάκου άνοιξαν διάπλατα. Κοιτούσε την άγνωστη κοπέλα και δεν εννοούσε να πάρει την ματιά του από πάνω της.
-Εσύ καινούργιος είσαι στην παρέα;
-Ναι, απάντησε ο Μάκος σαν χαμένος.
-Με λένε Τζούλια, εσένα;
-Εμένα Μάκο.
-Ωραία Μάκο χαίρομαι που σε συναντώ.
Αυτό ήταν, δεν χρειαζότανε κάτι περισσότερο. Γίνηκαν φίλοι και μετά ήρθαν όλα τ’ άλλα, αρχικά ό έρωτας κι ύστερα τα χάπια. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις έρωτας και χάπια πάνε μαζί αλλά αυτά δεν προσφέρονται δωρεάν. Χρειάζονται χρήματα να τ΄ αγοράσεις, χρειάζονται «γιατροί» να σου τα προμηθεύουν και Τζούλιες για να σου τα πασάρουν. Χρειάζεται να κάνεις παρανομίες για να συγκεντρώνεις τα απαιτούμενα χρήματα κι επιπλέον να ‘σαι βυθισμένος στο σκοτάδι γιατί ίσως κάποια στιγμή χρειαστεί να συνεργαστείς με τον ίδιο τον διάβολο στις βρομοδουλειές του.
Ο Μάκος πλέον, ένας παρασυρμένος νεαρός στα χέρια ενός ξεπεσμένου κόσμου ήταν. Και σε τέτοιες περιπτώσεις αν θέλεις να εξασφαλίσεις την δόση σου θα πρέπει να δουλέψεις σκληρά, να φέρνεις πελάτες στο μαγαζί , να τους πουλάς χάπια. Όμως για να γίνεις «βαρόνος» και να ελέγχεις την πιάτσα πρέπει ν’ ασχοληθείς και να συνεργαστείς με τον υπόκοσμο. Το αντικείμενο λέγεται «βαρύ ναρκωτικό», «πορνεία» και «λαθρεμπόριο» ως την μέρα που θα σε βρούνε μαχαιρωμένο απ’ τους ανταγωνιστές ή εσύ θα μαχαιρώσεις πρώτος αυτούς.
Ναι, σκληρές στιγμές περίμεναν τον Μάκο.
Ο χειμώνας έδινε κι έπαιρνε ανεμπόδιστα καθώς το γκρίζο κάθε στιγμή συμμαχούσε με το σκοτάδι. Τα δέντρα στο δάσος απόμειναν μόνα τους γυμνά κι οι βοριάδες τα κτυπούσαν αλύπητα. Η Τζούλια τέλειωσε το ψεύτικο ερωτικό ειδύλλιο με τον Μάκο αφού πρώτα έκανε καλά την δουλειά της και τον εξάρτησε στα χάπια. Μια άλλη μέρα ένας από τους φίλους της παρέας ξεψύχησε πάνω σ’ ένα απόμερο σκουπιδότοπο κάτω από «αδιευκρίνιστες» συνθήκες.
Ξανά και πάλι ο Μάκος έμεινε μόνος ανάμεσα σ’ ανθρώπους που τον έσπρωχναν όλο και πιο πολύ στους δρόμους της κόλασης.
Για πρώτη φορά φοβήθηκε. Μήνες ολόκληρους έβλεπε την νύχτα να τον σκοτώνει. Παντού λαμπερά φώτα και ψεύτικες ευτυχίες, γιατροί, Τζούλιες, χάπια και σύριγγες. Κοντά κι ο θάνατος, που κάθε τόσο έκανε την εμφάνισή του. Κοίταξε τον εαυτό του σ’ ένα καθρέπτη. Στην εικόνα του τον έπιασαν τα κλάματα. « Όχι! Όχι! Δεν θέλω να πεθάνω».
Άρχισε να περπατά στο κέντρο της πόλης ασυναίσθητα. Ίσως να ‘χε νοσταλγήσει το φως της μέρας, να κοιτάξει τον ήλιο, να νοιώσει την ζεστασιά του. Περπατούσε στους δρόμους με μικρά βηματάκια που τα συνόδευαν λεξούλες όπως «μαμά» «μπαμπά» «παππού» που έβγαιναν νοητά μέσ’ απ’ την ψυχή του και «στράτα», «στράτα», λεξούλες ακριβές που χάθηκαν κάποια στιγμή την ώρα της λεηλασίας της ανθρώπινης ψυχής του.
Τώρα ήταν βέβαιος πως αυτές οι φωνούλες ήταν της γλυκιάς του μανούλας. Της μανούλας αυτής που τα βράδια καθρεφτιζόταν στο γυαλί της θάλασσας περιμένοντας τον καλό της να γυρίζει απ’ τα καράβια ν’ αγκαλιάσει τον γιο τους που καρτερικά του μιλούσε γι’ αυτόν και να τον κοιμίσει μετά με το μοναδικό της νανούρισμα.
Μια αντεπίθεση της ίδιας της ζωής του ήταν όλα αυτά. Μια αντεπίθεση που δεν σταμάτησε μόνο μ’ αυτά.
Ξαφνικά απ’ το βάθος του δρόμου ακούστηκαν οι ιαχές μια διαδήλωσης. Άνδρες γυναίκες και παιδιά διαδήλωναν για ένα καλλίτερο κόσμο. Όσο πλησίαζε η πορεία τόσο ευδιάκριτα φαινόντουσαν τα συνθήματα: «Κόντρα στο ρεύμα, με το κεφάλι ψηλά! Σκέψου -δράσε -Ζήσε χωρίς ναρκωτικά!» και «Ζωή Ολόκληρη. Όχι με δόσεις».
Ο Μάκος κοντοστάθηκε. Είχε μείνει Άφωνος. «Υπάρχει και τέτοιος κόσμος;» αναρωτήθηκε.
Μια άλλη κοπέλα τον πλησίασε. Του ‘δωσε ένα φυλλάδιο να το διαβάσει. Του εξήγησε πως σήμερα τιμούμε την παγκόσμια ημέρα ενάντια στα ναρκωτικά, ενάντια στην κοινωνική σήψη, για ένα καλλίτερο κόσμο.
Κοίταξε την κοπέλα. Απλά ντυμένη μ’ ένα πρόσωπο γεμάτο καθαρότητα. Καθόλου δεν έμοιαζε με την Τζούλια. Ήξερε να μιλά για σπουδαία πράγματα. Ήταν γιομάτη καλοσύνη. Του ‘πε πως έχουν μια οργάνωση και συζητάνε για τα προβλήματα που υπάρχουν σ’ όλη την ανθρωπότητα. Συζητάνε για τους άτυχους νέους που πέφτουν θύματα στους διάφορους εμπόρους των ναρκωτικών, που χάνονται στις μάχες των πολέμων που γίνονται για τα οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων . Τον κάλεσε ν’ αγωνιστεί μαζί τους, του ‘δωσε την διεύθυνση της οργάνωσης, τα τηλέφωνα. Σε περιμένουμε ν’ αρθείς, ακούστηκε. Στο τέλος λίγο πριν φύγει του ‘πε και τ΄ όνομά της, Νίκη, Νίκη.
Η Τζούλια απ’ την μια μεριά τον προμήθευε χάπια, η Νίκη απ’ την άλλη τον καλούσε να σταματήσει τα χάπια. Ντράπηκε για πρώτη φορά . Δάκρυσε και τότε άκουσε ξανά την φωνή της μητέρας του λίγο πριν ξεψυχήσει… «Να προσέχεις και ν’ ακούς τον παππού!»
Τυχερός στάθηκε. Αν δεν έβγαινε στην πόλη δεν θα συναντούσε ποτέ αυτή την άλλη όψη της ζωής. Της αληθινής ζωής.
Η διαδήλωση κόντευε να τελειώσει. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκε πίσω από τους τελευταίους ανθρώπους και τους ακολούθησε. Την ίδια στιγμή σκέφτηκε να επισκεφτεί ένα άλλο γιατρό, πραγματικό γιατρό, να τον βοηθήσει να σταματήσει τα χάπια και μια πρώτη επιθυμία του ήταν στην επόμενη διαδήλωση να ήταν αυτός που θα κρατούσε μαζί μ’ άλλους το μεγάλο κεντρικό σύνθημα στην πρώτη γραμμή. Ωστόσο ζήτησε απ’ τον διπλανό του να του δώσει το σύνθημά που κρατούσε στα χέρια του για να το κρατήσει λίγο κι αυτός, για να νοιώσει τους παλμούς της διαδήλωσης όπως είπε. Ο άλλος του το παραχώρησε με ευχαρίστηση. Πήρε το σύνθημα και το σήκωσε ψηλά όσο μπορούσε.
«Κλώτσα την μπάλα, ΟΧΙ την ζωή σου. Λέμε ΟΧΙ σ’ όλα τα Ναρκωτικά». έλεγε το σύνθημα.
Κι από εκείνη την στιγμή ο Μάκος σαν ένα δέντρο, άρχισε να ριζώνει κανονικά έστω και με κάποια καθυστέρηση.
Σε λίγο καιρό το ξέρουμε, αυτό το δέντρο θα ξυπνήσει γιομάτο φυλλωσιές. Θα γενεί δάσος γενναίο, δάσος ζωής της φύσης και των ανθρώπων, δεν θα τ’ αγγίζουν σκιές, σαπιόνερα, κι ανθρώπινα βρώμικα σκουλήκια, αλλά πεντακάθαροι γαλάζιοι ουρανοί, πετάματα πουλιών και χελιδονιών που θα φτερουγίζουν πάνω από χρώματα και κόκκινες παπαρούνες. Σαν θα ‘ρθει η Άλλη ‘Άνοιξη θα βρει τους ανθρώπους να την περιμένουν, τα μικρά παιδιά να κυνηγούν πεταλούδες κι όλοι μαζί να της χαμογελούν. Θα είναι χαμόγελα καλής ζωής. Τίποτε περισσότερο!
*********************
ΕΛΛΗΝΟ-ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗΣ
Αποτελέσματα Λογοτεχνικού Διαγωνισμού 2023
Results of Literary Competition 2023
Ποίηση Ελληνική γλώσσα
1ο Βραβείο: Θρύνος κόρης – Χρυσούλα Παπαδοπούλου Πάππας
2ο Βραβείο: Αρχοντιά – Katie Neocleous
3ο Βραβείο: Μια φορά κι έναν καιρό – Ανδριάνα Καραμήτρου
Πεζό Ελληνική γλώσσα
1ο Βραβείο: Αντεπίθεση της ίδιας της ζωής – Γεράσιμος Μ. Λυμπεράτος
2ο Βραβείο: Η ιστορία ενός σύγχρονου Οδυσσέα – Χρυσούλα Παπαδοπούλου Πάππας
3ο Βραβείο: Παλίμψηστο – Χρήστος Νιάρος
Poetry in English
1st Prize: Ramnous – Martha Mylona
2nd Prize: Horse and Rider at Mycenae – Jena Woodhouse
3rd Prize: The Myth of Argos – Emmanuel Pippos
Short Story in English
1st Prize: The Tortoise and the eggs – Orania Theoharidis
2nd Prize: Shifting Sands of Here and There – Chrisoula Papadopoulos Papas
3rd Prize: The wine dark sea – Stavroula Stephanie Louras
Highly Commended
Siesta Time – Chris Papachristos
To Metro – Claire Lagoutaris
Panel of Judges
Coordinator: Cathy Alexopoulos OAM President GACL
Members:
• Dr Christos N. Fifis Honorary Research Associate La Trobe University
• Dr Angela Evangelinou-Yiannakis Academic and Honorary Research Fellow (UWA): Regional Lead for WA (ACU).
• Mr Konstantinos Kalymnios Lawyer Writer Journalist
*********************